μεγιστᾶνας

μεγιστᾶνας
μεγιστᾶνες
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεγιστάνας — ο (ΑM μεγιστάν, ᾱνος, Μ και μεγιστάνος) αυτός που έχει μεγάλη ισχύ ή που βρίσκεται σε θέση υπεροχής, ισχυρός νεοελλ. φρ. «μεγιστάνας τού πλούτου» πολύ πλούσιος άνθρωπος, πάμπλουτος νεοελλ. μσν. ανώτερος αξιωματούχος, άρχοντας, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • μεγιστάνας — ο ο πολύ πλούσιος και ισχυρός άνθρωπος: Οι πετρελαιοπαραγωγοί είναι μεγιστάνες του πλούτου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σπιταμένης — Μεγιστάνας του Σογδίων. Σ’ αυτόν ο Μέγας Αλέξανδρος παράδοσε το δολοφόνο του Δαρείου Βήσσο (329 π.Χ.) και στη συνέχεια τον διόρισε σατράπη της Σογδιανής. Λίγο αργότερα ο Σ. στασίασε εναντίον του Αλέξανδρου και αναγκάστηκε να καταφύγει στη χώρα… …   Dictionary of Greek

  • былѧ — БЫЛ|Ѧ (1*), Ѣ ( Ѧ) с. Вельможа, сановник: се слышавъ, Коуръ скоро посла былѩ сво˫а к немоу [предсказателю], да съ ч(с)тью приведоуть и. (τοὺς μεγιστάνας) ГА XIII XIV, 23а …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ακινάκης — Κατά την αρχαιότητα, μικρό και πλατύ ξίφος που χρησιμοποιούσαν οι Πέρσες και άλλοι ανατολικοί λαοί. Μαζί με τη λαβή, είχε μήκος σχεδόν μισό μέτρο και το κρεμούσαν σε θήκη, κατά μήκος του δεξιού μηρού. Οι βασιλιάδες κοσμούσαν το ξίφος αυτό με… …   Dictionary of Greek

  • μεγιστάνος — και μεγιστάν, ὁ (Μ)·βλ.μεγιστάνας …   Dictionary of Greek

  • ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… …   Dictionary of Greek

  • συμμεγιστάν — ᾱνος, ὁ, Μ μεγιστάνας μαζί με άλλον ή με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + μεγιστάν, ᾶνος] …   Dictionary of Greek

  • Αρταφέρνης — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Πέρσης πρίγκιπας (6ος 5ος αι. π.Χ.). Ήταν ετεροθαλής αδελφός του Δαρείου Α’. Σε αυτόν οφείλεται κυρίως η αποτυχία της επανάστασης των Ιώνων (498 π.Χ.), οι οποίοι παρότι έκαψαν τις Σάρδεις –την κάτω πόλη– δεν… …   Dictionary of Greek

  • βογιάροι — Ανώτερη φεουδαρχική τάξη της ρωσικής κοινωνίας, από τον 10o έως τις αρχές του 18ου αι. Η λέξη ετυμολογείται είτε από τις ρωσικές λέξεις μπόι (πολεμιστής) ή μπόλιι (μεγάλος) είτε, κατ΄ άλλους, από τις τουρκικές λέξεις μποϊλού (μεγάλος, υψηλός) ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”